- ρουμανικός
- -ή, -ό και ρουμάνικος, -η, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρουμανία ή στους Ρουμάνους («ρουμανική ιστορία»)2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η Ρουμανική και τα Ρουμανικάη γλώσσα τών Ρουμάνων.επίρρ...ρουμανικά και ρουμάνικα και, λόγιος τ., ρουμανιστίμε τον τρόπο τών Ρουμάνων. [ΕΤΥΜΟΛ.: < Ρουμανία. Η λ. ρουμανικός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.